- λυπεῖτε
- λῡπεῖτε , λυπέωgrievepres imperat act 2nd pl (attic epic)λῡπεῖτε , λυπέωgrievepres opt act 2nd plλῡπεῖτε , λυπέωgrievepres ind act 2nd pl (attic epic)λῡπεῖτε , λυπέωgrieveimperf ind act 2nd pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
См. также в других словарях:
опечалити — ОПЕЧАЛ|ИТИ (59), Ю, ИТЬ гл. Огорчить, опечалить: И не опечалите д҃ша своѥ˫а. и д҃ха ст҃ааго б҃жи˫а. (μὴ λυπεῖτε) Изб 1076, 204; добро ѥсть не опечалити кого ѿ бра(т)ѣ. (μὴ ϑλίψαι) ПНЧ 1296, 62; велми ѡпечалилъ ѥси нашю державѹ сего ра(д).… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek